Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Οι καλύβες της νοσταλγίας....


Το μικρό αγόρι είναι ο αδελφός μου...




















Οι φιλενάδες....(όρθια η μητέρα μου, στη μέση η θεία μου)









Ο πατέρας μου κάνει ηλιοθεραπεία...
Πίσω οι
καλύβες.



Γιατί όλο θέλω να γυρίζω στα παλιά; Να σκαλίζω τη μνήμη μου και τα συρτάρια μου, να αναπολώ και να φαντάζομαι άλλες εποχές; Γιατί αυτές οι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες που μυρίζουν θάλασσα και αρμύρα με γεμίζουν νοσταλγία; Από πολύ μικρή, περνούσα σχεδόν όλα τα καλοκαίρια στο Σαράντι, τον παραθαλάσσιο μικρό οικισμό κοντά στο χωριό μου τα Χώστια Θηβών. Ανέμελες, χαρούμενες, ξέγνοιαστες διακοπές. Εγώ τις καλύβες δεν τις πρόλαβα. Αμυδρά τις θυμάται ο αδελφός μου...κι έπειτα κρατήσαμε και φυλάξαμε στη μνήμη μας σαν πολύτιμα δώρα ό,τι μπορέσαμε από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων....
----------------------------------------------------------------------------------

".....Οταν ήμουν μικρό παιδί, τα καλοκαίρια οι γονείς μου συνήθιζαν να με στέλνουνε στο χωριό. Εκεί, σε μεγάλα πέτρινα σπίτια με κεραμίδια, ζούσανε ακόμη οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Οταν η ζέστη άρχισε να γίνεται ανυπόφορη, αφήνανε τα νοικοκυριά τους και έρχονταν να περάσουνε το υπόλοιπο καλοκαίρι τους πλάι στη θάλασσα. Φτιάχνανε
καλύβες με ξερόκλαδα που ευωδιάζανε, κολλητά τη μια πλάι στην άλλη, τις ντύνανε από μέσα με πεντακάθαρα σεντόνια και όλοι μαζί ζούσανε τις χαρές του καλοκαιριού κοντά στο νερό μέχρι να΄ρθουνε τα πρωτοβρόχια και να ξαναγυρίσουνε πίσω στα μεγάλα πέτρινα σπίτια της σιωπής.
Μέσα στις
καλύβες, τα παιδιά κοιμόνταν πάνω σε ράντζα και οι μεγάλοι κάτω σε παχιά στρωσίδια.Τότε όλοι φορούσαμε εύκολα ρούχα, φαρδιά και ευχάριστα. Μπροστά από τις καλύβες, μέσα στην άμμο βάζανε δυο τρεις μεγάλες, τετράγωνες, κόκκινες πέτρες και κάνανε μικρές εστίες. Εκεί οι γυναίκες ανάβανε φωτιά, ζεσταίνανε το νερό και μαγειρεύανε. Τα πιάτα ήταν τσίγκινα και οι χύτρες από πηλό. Ο,τι κι αν φτιάχνανε είχε μεγάλη νοστιμιά και μοσχομύριζε την ώρα που γινότανε. Το μεσημέρι μετά το φαγητό τραβούσανε τα σεντόνια μπροστά από τις καλύβες και όλοι πέφτανε να χορτάσουνε τον ύπνο μέσα στην πιο ευχάριστη και δροσερή σκιά.
Τα απογεύματα μέχρι να πέσει ο ήλιος, εμείς τα παιδιά ήμασταν μέσα στη θάλασσα και ψάχναμε το βυθό.Κοχύλια και αχινοί, πίνες και μικρά καβούρια ήταν τα λάφυρά μας. Οι μεγάλοι φεύγανε στα καφενεία και οι γυναίκες φροντίζανε το βραδινό τραπέζι. Οταν ο ήλιος χανότανε πριν πέσει ακόμη το σκοτάδι, μας φωνάζανε πίσω, μας ξεπλένανε και μας φορούσανε ρούχα φρεσκοπλυμένα. Μετά ανάβανε μια λάμπα πετρελαίου και όλοι μαζί τρώγαμε πάνω στα βότσαλα, με το κυματάκι να σκάει στα ξυπόλυτα πόδια μας. Υστερα στα καφενεία ανάβανε λάμπες δυνατές και αρχίζανε να ακούγονται οι φωνογράφοι. Οι νεώτεροι, που το αίμα τους έβραζε, χτενίζανε τα μαλλιά, φορούσανε μακριά παντελόνια και πηγαίνανε να πιούνε και να χορέψουνε με τις μουσικές.
Η νύχτα είχε έρθει. Βαθύ σκοτάδι ανέμελο και λάδι το νερό. Βάρκες με πυροφάνια περνούσανε μπροστά μας. Πάνω στην πλώρη τους, όρθιοι, γυμνόστηθοι ψαράδες κρατούσανε καμάκια, ψάχνοντας να χτυπήσουνε χταπόδια. Από μακριά, ακούγονταν οι μουσικές κι εμείς οι μικρότεροι καθόμασταν στις ξύλινες εξέδρες με τα πόδια κρεμασμένα πάνω από το σκοτεινό νερό, να βλέπουμε λίγα μέτρα μακριά τους νέους άντρες να χορεύουνε, για να γλυκάνουνε μέσα τους το θηρίο της νιότης τους που ήδη είχε πιαστεί στο δόκανο του έρωτα. Κέρασματα,μεζέδες, κρασί και γυροβολιές μέχρι το άχτι τους να βγει με τον ιδρώτα και να φύγει ψηλά στον αέρα, μέσα στην απεραντοσύνη του έναστρου ουρανού, πριν προλάβει να ακονίσει ακυβέρνητα μαχαίρια. Κάτω από τις ξύλινες εξέδρες που οι ψαράδες δένανε τα καϊκια τους, τα νερά αφρίζανε. Οι καταστηματάρχες που είχανε τα καφενεία, δένανε με χοντρά σχοινιά ολοζώντανους ροφούς για να΄χουνε περίσσευμα όταν θα΄ρθει στο μαγαζί τους κάποιος πλούσιος ξενιτεμένος να φάει ψαρόσουπα με όλο του το σόι.
Εμείς οι μικροί δεν ξέραμε πώς να πετάξουμε το θυμό μας, που σιγά σιγά είχε αρχίσει να βουίζει σα μελίσσι στο κεφάλι μας. Η ζωή για μας ήταν ακόμη πολύ μακριά. Ούτε τσιγάρο δεν μπορούσαμε να καπνίσουμε ακόμη στα κρυφά. Αυτό μας τρέλαινε και για να κάνουμε κάτι ανάποδο, κάθε λίγο και λιγάκι, τραβούσαμε με βία τα σκοινιά που ήταν δεμένα τα δυνατά ψάρια κάτω από το νερό. Τους χαλούσαμε τον ύπνο και πάνω στο μαρτύριο της σκλαβιάς τους, χωρίς να το ξέρουμε, τα φορτώναμε και με το μαρτύριο της αϋπνίας.
Σιγά σιγά τα φώτα σβήνανε, τα γραμμόφωνα και τα όργανα σταματούσανε και το μυρωμένο σκοτάδι έβγαινε ο τελικός νικητής. Ψηλά από τον ουρανό πέφτανε αστέρια, σα να πετούσε φούχτες κάρβουνα ο Θεός που δε φτάνανε στη γη. Η θάλασσα λαγοκοιμότανε και τα κύματά της μόλις που ακούγονταν. Η νύχτα είχε προχωρήσει, αλλά κανείς δεν ήθελε να τραβήξει την αυλαία του ύπνου και να σβήσει από το μυαλό του το θαύμα που ζούσε. Ετσι, όλοι κάνανε παρέες μπροστά από τις
καλύβες και μένανε να συζητάνε ως τα βαθιά χαράματα.... "

Απόσπασμα από το βιβλίο Σαράντα Κύματα του Γιώργου Μανιώτη

6 σχόλια:

Giorgia_is_coming_to_town είπε...

Νοσταλγικό ποστ... μας βρήκε νωρίς το φθινόπωρο, νομίζω. Θα ψάξω με την πρώτη ευκαιρία το βιβλίο.

EgoEtsiToVlepo είπε...

Άπειρες οι φορές που το κάνω και εγώ…
Ίσως γιατί είμαστε ήρεμοι για το παρελθόν μας, δε μπορεί κάνεις να μας το αλλάξει!
Κάτι που δε συμβαίνει για το παρόν και το μέλλον μας.
Όμως εμείς δεν το βάζουμε κάτω φιλενάδα,
πάντα στο μυαλό μας έχουμε τους στίχους του ποιητή που λέει
"Η πιο ωραία θάλασσα:
αυτή που ακόμα δεν ταξιδέψαμε.
Το πιο ωραίο παιδί:
ακόμα δε μεγάλωσε.
Οι πιο ωραίες μέρες μας:
αυτές που ακόμα δε ζήσαμε.
……………………..
Φιλιά πολλά!
επεστρεψα :(

Πιγκουίνος είπε...

Το παρελθόν συχνά αποτελεί καταφύγιο για όλους μας. Ωραίες εικόνες. Μου αρέσει που είναι ασπρόμαυρες... (βίτσιο κι αυτό!)

elli elli... είπε...

καλημερα!!!! νομίζω πως γυρνάμε πάντα πίσω οταν έχουμε όμορφες αναμνήσεις....το κάνω κι εγώ συνέχεια!!!!!

beelovers είπε...

Σαράντι υπεροχο μέρος εκει πάω τον χειμώνα και τον μάιο τα μελισσια μου απεναντι απο την ΕΥΔΑΠ μετά τα χόστια

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.